φουφούλα

φουφούλα
η, Ν
1. το φουσκωτό κάτω μέρος τής νησιώτικης βράκας
2. συνεκδ. η βράκα
3. κοντό παιδικό ή γυναικείο φουσκωτό ένδυμα που στηρίζεται με ράντες στους ώμους ή με ζώνη στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φουφούλα — η 1. το κάτω μέρος της νησιώτικης θράκας που κρέμεται, η φούσκα, η κόφα. 2. η βράκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουφουλιαστός — ή, ό, Ν ξασμένος, ξεπουπουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουφούλα, μέσω αμάρτυρου ρ. *φουφουλιάζω (πρβλ. και αναφουφουλιάζω / διάζω)] …   Dictionary of Greek

  • φούσκα — (I) η, Ν 1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη 2. μεγάλη φυσαλλίδα 3. φλύκταινα, φουσκάλα 4. μπαλόνι 5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα 6. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens τού γένους κολουτέα, που απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”